- ρέδδω
- Αβλ. ῥέζω (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρέζω — (I) και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α 1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ. β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ. γ. «ἡ πόλις ἡμᾱς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.) 2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας… … Dictionary of Greek